1 Ιαν 2008

Daniel García Lara "Dani" (Spain, 2005-2006)


Ο Ντανιέλ Γκαρθία Λάρα "Ντάνι" γεννήθηκε στις 22/12/1974 σε μια συνοικία της Βαρκελώνης. Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο σε ηλικία 11 ετών, όταν το 1985 εντάχθηκε στο δυναμικό της Μασφλορίτ Θερντανιόλα, ομάδας της περιοχής που έμενε. Εκεί έμεινε για μια διετία (1985-1987) και το 1987 μεταπήδησε στην Νταμ, ομάδα της Βαρκελώνης και πάλι όπου έμεινε μέχρι το 1990. Η τύχη όμως τα έφερε έτσι ώστε ο γέννημα-θρέμμα Καταλανός Ντάνι να ενταχθεί στις ακαδημίες της μισητής Ρεάλ Μαδρίτης η οποία του πρόσφερε την ευκαιρία να πάει ένα επίπεδο παραπάνω. Καλοκαίρι του 1990 λοιπόν και ο 16χρονος Ντάνι μετακομίζει στη Μαδρίτη, αφού η συμμετοχή του στην ομάδα U17s της Ισπανίας η οποία κατάκτησε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ανέδειξε το ταλέντο του.

Το μέλλον φάνταζε ευοίωνο για τον Ντάνι. Δύο χρόνια στις ακαδημίες της Ρεάλ (1990-1992) και άλλη μια τριετία στην Β' Κατηγορία Ισπανίας με την Β' ομάδα της Ρεάλ. Στη σεζόν 1994-1995 μάλιστα, έκανε και τις δύο πρώτες του συμμετοχές με την πρώτη ομάδα. Ντεμπουτάρισε στις 05/02/1994, στη νίκη με 2-0 επί της Ντεπορτίβο Λα Κορούνια. Το καλοκαίρι του 1995 προωθήθηκε στην ομάδα των ανδρών, απ΄όπου και δόθηκε δανεικός άμεσα στην Ρεάλ Θαραγόθα για να πάρει ευκαιρίες και να δείξει "τι ψάρια πιάνει". Στην Θαραγόθα ήταν βασικό στέλεχος της ομάδας, αφού στη διετία που έμεινε εκεί (1995-1997) είχε 71 συμμετοχές αλλά μόλις 8 γκολ παραγωγικότητα, όχι το ιδανικό για επιθετικό. Το καλοκαίρι του 1996 συμμετείχε στην Ολυμπιακή ομάδα της Ισπανίας που έφτασε μέχρι τα προημιτελικά στην Ολυμπιάδα της Ατλάντα και το επόμενο καλοκαίρι (1997) θα επιστρέψει στη Ρεάλ για να πάρει την ευκαιρία του, αλλά η σεζόν 1997-1998 και οι μόλις 8 συμμετοχές του ήταν το τέλος του ονείρου της καταξίωσης του στην Ρεάλ : Οι Μαδριλένοι το καλοκαίρι του 1998 τον "ξεφορτώθηκαν" παραχωρώντας τον στη Μαγιόρκα.

Η σεζόν 1998-1999 ήταν η καλύτερη της καριέρας του Ντάνι, αφού όχι μόνο ήταν βασικό στέλεχος της Μαγιόρκα (36 συμμετοχές) και βοήθησε την ομάδα Βαλεαρίδων νήσων να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της για πρώτη φορά στην ιστορία της στο Champions League, αλλά ήταν και ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με 12 γκολ. Μάλιστα οι πολύ καλές εμφανίσεις του άνοιξαν και την πόρτα της εθνικής ομάδας της Ισπανίας, με την οποία ντεμπουτάρισε στης 18/11/1998 στον φιλικό αγώνα με την Ιταλία στο Σαλέρνο (2-2 το τελικό σκορ). Η εξαιρετική χρονιά του τον οδήγησε εκεί που ούτε ο ίδιος θα περίμενε : Στην Μπαρτσελόνα. Καλοκαίρι του 1999 λοιπόν και ο Ντάνι προβάρει τα "μπλαουγκράνα" και το ξεκίνημα του ήταν κάτι παραπάνω από καλό, μιας και "με την πρώτη" θα πάρει 27 συμμετοχές και θα πετύχει 11 γκολ, συμπεριλαμβανομένου και ενός χατ-τρικ στο νικηφόρο 4-1 επί της Μπέτις. Η συνέχεια όμως δεν ήταν η ανάλογη καθώς προς το τέλος της σεζόν έχασε τη θέση του, ακολούθησε κάποιος τραυματισμός και παρά τις 14 συμμετοχές και το 1 γκολ της σεζόν 2000-2001, τα επόμενα δύο χρόνια (2001-2003) ο Ντάνι είχε μόλις 9 συμμετοχές και κανένα γκολ και το τέλος του απ'τη Μπαρτσελόνα ήταν ζήτημα χρόνου, όπερ και εγένετο.

Αφού έμεινε ελεύθερος το καλοκαίρι του 2003, βρέθηκε να προπονείται μόνος του απ'το καλοκαίρι αφού δεν κατάφερε να εξασφαλίσει κάποιο συμβόλαιο. Τελικά τον Ιανουάριο του 2004 βρήκε στέγη στην παλιά του γνώριμη, Ρεάλ Θαραγόθα. Ο Ντάνι αγωνίστηκε σε 15 αγώνες και πέτυχε 2 γκολ, βοηθώντας την ομάδα να αποφύγει τον υποβιβασμό και να κατακτήσει το κύπελλο Ισπανίας κερδίζοντας στον τελικό την Ρεάλ Μαδρίτης και μάλιστα με δικό του γκολ στην παράταση. Το καλοκαίρι αποχώρησε με τη λήξη του εξάμηνου συμβολαίου του και υπέγραψε στην Εσπανιόλ. Στην Βαρκελώνη έδειξε να βρίσκει τον εαυτό του (25 συμμετοχές, 5 γκολ) αλλά κάποια προσωπικά προβλήματα (είχε ένα δύσκολο όπως έλεγε ο ίδιος διαζύγιο) τον ώθησαν να ψάχνει την αλλαγή περιβάλλοντος και πάλι προκειμένου να ορθοποδήσει. Η πρόταση ήρθε από εκεί που δεν το περίμενε και με χρήματα που σίγουρα δεν περίμενε, αφού τα 800.000 ευρώ το χρόνο που το πρότεινε ο Ολυμπιακός για διετές συμβόλαιο ξεπερνούσαν τις προσδοκίες του. Ο Ολυμπιακός τότε έψαχνε επιθετικό και το προξενιό το έκανε η βεντέτα τότε της ομάδας, ο "πολύς" Ριβάλντο. Ο παίκτης αποκτήθηκε ερήμην του τότε προπονητή, Τρόντ Σόλιντ, που όταν του ζητήθηκε να πεί τη γνώμη του για τον Ισπανό, είπε το αμίμητο "να ρωτήσετε τον Ριβάλντο που τον ξέρει"! Χωρίς πολλά-πολλά, ο Ντάνι μπαίνει στο αεροπλάνο, έρχεται στην Ελλάδα και συμφωνεί με τον Ολυμπιακό, όπου βρήκε τους "παλιόφιλους" Ριβάλντο (απ'την Μπαρτσελόνα) και Έρβιν Λέμενς (απ'την Εσπανιόλ). Στα γραφεία εμφανίζεται με μπλουζάκι με ένα... άνθος (όχι αραβοσίτου, πάντως) και γίνεται σύνθημα με το καλημέρα : "Ντάνι, χαρμάνη" κλπ κλπ...

Ο Ισπανός μπάλα ήξερε. Αλίμονο, δε θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί για ποδοσφαιριστή που έχει περάσει από Ρεάλ και Μπαρτσελόνα οτι δεν ήξερε μπάλα. Το θέμα ήταν πως η εικόνα του έδειχνε ποδοσφαιριστή που είχε πάρει χαμπάρι οτι τα καλύτερα πέρασαν και δεν θα ξαναγυρίσουν ποτέ. Οι κινήσεις του έδειχναν μεν παίκτη που έχει θέληση και ξέρει τα μυστικά της στρογγυλής Θεάς, αλλά στην κατάσταση που ήταν με τίποτα δε θα μπορούσε να βοηθήσει τον Ολυμπιακό. Στις 22 συμμετοχές του (οι περισσότερες προερχόμενος απ'τον πάγκο) σκόραρε τρείς φορές όλες κι όλες, πετυχαίνοντας δύο γκολ στις 10/11/2005 στο 0-4 επί του Πανηλειακού για το κύπελλο και άλλο ένα στις 12/03/2006 στη νίκη επί του Απόλλωνα Καλαμαριάς για την 23η αγωνιστική του πρωταθλήματος. Το παχυλό του συμβόλαιο ήταν δυσανάλογο με την προσφορά του και φυσικά η παραμονή του στην ομάδα και για δεύτερη σεζόν συνιστούσε πρόβλημα.

Το καλοκαίρι του 2006 τελικώς ο Ντάνι αποχαιρέτησε τον Πειραιά και επέστρεψε στην πατρίδα του, αφού πληρώθηκε αδρά το υπόλοιπο του συμβολαίου του, για να ξενιτευτεί και πάλι πολύ σύντομα, αφού βρήκε συμβόλαιο στην Τουρκία και την Ντενιζλίσπορ. Τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα όμως εκεί, αφού και πάλι δεν κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Τον Ιούλιο του 2007 επέστρεψε στην Ισπανία και εντάχθηκε στο δυναμικό της Ράγιο Μαχανταόντα που αγωνίζεται στις κατώτερες κατηγορίες της Ισπανίας. Μετά από μόλις δύο αγωνιστικές στο πρωτάθλημα της Tercera Division ο Ντάνι ολοκλήρωσε τη διαδρομή απ'το ζενίθ στο ναδίρ, τερματίζοντας την καριέρα του επικαλούμενος προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα.